- δαιτικλυτός
- δαιτικλῠτός, -α -ον1 famed for its festival καὶ Κορίνθου δειράδ' ἐποψόμενος δαιτικλυτάν (Bergk: δαῖτα κλυτάν codd.) O. 8.52 δαιτικλυτ[ὸν] πόλιν ἐς Ὀρχομενῶ διώξιππον (supp. Blass: expectes [ὰν])? fr. 333a. 7.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.